- αδιήθητος
- -η, -οαστράγγιχτος, αφιλτράριστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος … Dictionary of Greek
ἀδιήθητον — ἀδιήθητος not filtered masc/fem acc sg ἀδιήθητος not filtered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηθήτους — ἀδιήθητος not filtered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαμπικάριστος — η, ο αδιήθητος, θολός: Το λάδι ήταν ακόμη αλαμπικάριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)